- πλατωσιά
- η, Ντο πλάτωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάτωσις, κατά τα θηλ. σε –ιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλάτωμα — Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. * * * το, Ν ανοιχτός χώρος, ευρεία, πλατιά έκταση, πλατωσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάτος, κατά τα ίσιωμα, ύψωμα] … Dictionary of Greek